περιαυτολόγος

περιαυτολόγος
ος, ο[ν] 1. хвастливый;
2. (ο ) хвастун; самохвал (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιαυτολόγος" в других словарях:

  • περιαυτολόγος — ο / περιαυτολόγος, ον, ΝΜ αυτός που μιλά επαινετικά για τον εαυτό του, μεγάλαυχος, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐτός + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • περιαυτολόγος — α, ο αυτός που μιλά για τον εαυτό του, ο καυχησιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Lucius Orbilius Pupillus — La statue en haut à droite, sur la façade de la cathédrale de Benevento pourrait représenter Orbilius[1]. Lucius Orbilius Pupillus (Benevento, v. 113 Rome, v. 13) est un grammairien e …   Wikipédia en Français

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ιδιολόγος — ο (Α ἰδιολόγος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλάει διαρκώς για τον εαυτό του, ο περιαυτολόγος αρχ. 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰδιολόγος ιδιαίτερος κυβερνητικός υπάλληλος υπό τον έπαρχο τής Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + λόγος (< λόγος), πρβλ. λεπτο… …   Dictionary of Greek

  • Ντόιλ, Άρθουρ Κόναν — (Sir Arthur ConanDoyle, Εδιμβούργο 1859 – Κρόουμπορο, Σάσεξ 1930). Βρετανός συγγραφέας. Μαθητής των ιησουιτών, πήρε δίπλωμα ιατρικής και υπηρέτησε ως γιατρός σε πλοίο, ταξιδεύοντας στην Αρκτική και στις ακτές της Αφρικής. Μετά την επιστροφή του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»